γριˬοαῖγα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γριˬοαῖγα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γριˬοαῖγα ἡ, ἀμάρτ. γρόγα Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γριά, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ ὁ τύπ. γραί, καὶ αἶγα. Τὸ ο εἰς τὸν τύπ. γρόγα ἀναλογικῶς πρὸς σύνθετα οἷον γεροντόγα, στειρόγα, φουριˬαρόγα, ψιμόγα, ὡς καὶ τὸ παρὰ Φωσκ., Φουρτουν., στ. 266 (ἔκδ. Σ. Ξανθουδ., σ. 173) γρογάιδαρος «μὰ ἂν παίζῃς μὲ γρογάιδαρους δέχου καὶ τσὶ τσινιές τως».
Σημασιολογία
Ἡ ἡλικιωμένη αἴξ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA