βλάμης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλάμης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βλάμης ὁ, σύνηθ. καὶ Τσακων. βλάμ’ς βόρ. ἰδιώμ. Θηλ. βλάμισσα πολλαχ. Πληθ. βλαμᾶδες Θεσσ. Στερελλ. (Γαρδίκ.) -ΑΚαρκαβίτσ. Παλ. ἀγάπ. 96.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Ἀλβαν. vllam. Πβ. ΚΤάση Λεξ. Ἑλληνοαλβ.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἐπὶ τοῦ ἱεροῦ εὐαγγελίου ὁρκισθεὶς νὰ διατηρήσῃ ἀδιὰσπαστον καὶ ἀδελφικὴν φιλίαν πρός τινα, ὁ ἀδελφικὸς φίλος Ἤπ. Θεσσ. Μακεδ. Μέγαρ. Πελοπν. (Μεσσ. Φιγάλ.) Στερελλ. κ.ἀ. – ΣΖαμπελ. ᾌσμ. δημοτ. 671 -Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ.: Φρ. Βλάμ’ς τσ᾿ ἡ ψ’χη τ’ (ὁ βλάμης καὶ ἡ ψυχή του, ἤτοι ἀγαπᾷ τὸν βλὰμην του ὅπως τὴν ζωήν του) Στερελλ. (᾽Αράχ.) || Γνωμ. Κάλλιˬου βλάμ’ πάρ’ ἀδιρφὸ (ὁ βλάμης ἀγαπᾶται περισσότερον τοῦ ἀδελφοῦ) αὐτόθ. || ᾌσμ. Τὸν ἔχεις φίλο κιˬ ἀδερφὸ καὶ βλάμη ᾿ς τὸ βαγγέλιˬο ΣΖαμπέλ. ἔνθ’ ἀν. Κ’ εἶχα καὶ φίλο γκαρδιˬακὸ τὸν καπετὰν-Σωτῆρι, φίλον ἀπὸ μικρὰ παιδιˬὰ καὶ βλάμην ᾽ς τὸ βαγγέλιˬο Ἤπ. Συνών. ἀδερφοποιτὸς 1, μπράτιμος, σταυραδέρφι, σταυραδερφός. β) Θηλ. βλάμισσα, ἡ σύζυγος τοῦ ἀδελφικοῦ φίλου Ἤπ. Μέγαρ. 2) Φίλος ἐν γένει, ἀγαπητὸς ὁμῆλιξ, σύντροφος ΑΡουμελ. (Σωζόπ.) Εὔβ. (Αἰδηψ.) Πελοπν. (᾽Αρκαδ.) Στερελλ. (Γαρδίκ.) Σῦρ. -Λεξ. Βλαστ.: Ἀπόψ’ ἔχει ᾽ς τὸ σπίτι κἄπο͜ιο βλάμη Αἰδηψ. Συνών. ἀδερφοποιτὸς 2. β) ’Εραστὴς Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Ὁ βλάμης τῆς δεῖνα. Ἤμουν ἀπόψε μὲ τὴ βλάμισσα Λεξ. Πρω. Συνών. ἀγαπητικὸς 2, ἐρωμένος, φίλος. γ) Εἰρωνικῶς ὁ προσποιούμενος τὸν γενναῖον καὶ διὰ τοῦτο φίλερις σύνηθ. Συνών. παλληκαρᾶς. 3) Ἕκαστος τῶν στενῶν φίλων τοῦ γαμβροῦ οἱ ὁποῖοι κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ γάμου περιποιοῦνται τοὺς προσκεκλημένους Ἤπ. Θεσσ. -ΑΚαρκαβίτσ. Παλ. ἀγάπ. 96.: Οἱ βλαμᾶδες τοῦ γαμπροῦ εἶχαν ὅλη τὴν κυβέρνιˬα τῆς τάβλας ΑΚαρκαβίτσ. ἔνθ' ἀν. Συνών. μπράτιμος. Πβ. ἀδερφοποιτὸς 4ε. 4) Παράνυμφος Ἤπ. (Ζαγόρ.) –ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 1,212 -Λεξ. Δημητρ.: Ποίημ. Δεξιˬὰ ζερβιˬὰ παίζουν νουννὸς καὶ βλάμης τ᾽ ἄλογά τους ΚΚρυστάλλ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀδερφοποιτὸς 4, μπράτιμος, παραγαμπρός. Ἡ λ. καὶ. ὡς ἐπών. Κρήτ. Τσακων. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. ’Σ τοῦ Βλάμη τὴ Λάκκα Πελοπν. (Στρέζ.) ’Σ τὴ Σπηλα͜ιὰ τοῦ Βλάμη ᾿Αρκαδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/