βλάμμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βλάμμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βλάμμα τό, Τσακων. -Λεξ. Περίδ. βλάμμαν Κύπρ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. οὐσ. βλάμμα. Τὸ βλάμμαν καὶ μεσν.
Σημασιολογία
Βλάβη 1, ὃ ἰδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA