γρῖπος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρῖπος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γρῖπος ὁ, Αἴγιν. Ἄνδρ. Ἀστυπ. Βιθυν. (Ἀρακλ. Μουδαν.) Δωδεκάν. (Λειψ.) Ἐρεικ. Εὔβ. (Χαλκ.) Θηρ. Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Ἰθάκ. Κεφαλλ. Κέως Κουφονήσ. Κύθν. Κυκλάδ. Κύπρ. Κῶς Λευκ. Νάξ. (Κωμιακ.) Νίσυρ. Πάρ. Πελοπν. (Μεγαλοχ. Μεσσην.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) Προπ. (Ἀρτάκ. Μαρμαρ.) Σύμ. Τῆλ. - Ν. Ἀποστολίδ., La pêche en Grèce, 44 Α. Βαλαωρ., Ἔργα 3, 268 Π. Βλαστ., Ἀργώ, 337 Γ.Δροσίν. Ψάρευμ. 14,40 Th. de Heldreich, Faune de Grèce, 92. Α. Μαμμέλ., Θαλασσιν., 33, 108 Λ.Παλάσκ., Ὀνοματολόγ., 28 Π.Παναγιωτοπούλ., Ἰχθ. ἀναδρομ., 468 Μ. Φιλήντ., Γλωσσογν. 2, 35 H.R. Kahane-A. Tietze, Lingua Franca, 503 - 504 - Λεξ. Περίδ. Αἰν. Βυζ. Βλαστ. 311 Πρω. Δημητρ. γρῖπους Ἁλόνν. Βάρν. Α. Ρουμελ. (Σιναπλ.) Ἤπ. (Ζαγόρ. Ἰωάνν. Νησὶ Ἰωανν.) Θεσσ. (Ζαγορ.) Θρᾴκ. (Αἶν. Μάδυτ.) Λέσβ. (Πάμφιλ. Πλομάρ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Μακεδ. (Δρυμ.) Προπ. (Μηχαν. Πέραμ.) Σάμ. Σκόπ. Στερελλ. (Ἅγιος Κωνσταντ. Ἀστακ.) γρῖπ-ος Ἀγαθον. Δωδεκάν. (Μεγίστ. Ρόδ.) γρῖπα ἡ, Πόρ. γράπα Εὔβ. (Λιχάς).
Ετυμολογία
Τὸ Ἑλληνιστ. γρῖπος. Πβ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 2, 608 H.R. Kahane-A. Tietze, Lingua Franca, 503-504.
Σημασιολογία
1) Μικρὰ ἢ μεγάλη ἐκ δικτύων ἁλιευτική συσκευή συνισταμένη ἐκ πυκνῶς πεπλεγμένου καὶ βαθέος σάκκου μετὰ δύο μακρῶν πλευρῶν ἀραιότερον πεπλεγμένων, συρομένη ὑπὸ ἁλιέων ἱσταμένων ἐπὶ τῆς παραλίας Αἴγιν. Α. Ρουμελ. (Σιναπλ.) Ἀστυπ. Βάρν. Βιθυν. (Ἀρακλ. Μουδαν.) Εὔβ. (Λιχὰς Χαλκ.) Ἤπ. (Ζαγόρ. Ἰωάνν. Νησὶ Ἰωανν.) Θεσσ. (Ζαγορ.) Θήρ. Θρᾴκ. (Αἶν. Μάδυτ. Σηλυβρ.) Ἰθάκ. Κεφαλλ. Κυκλάδ. (Κύθν. κ.ἀ.) Κύπρ. Κῶς Λέσβ. (Πάμφιλ.) Λευκ. Μακεδ. (Δρυμ.) Μεγίστ. Νίσυρ. Πάρ. Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) Πόρ. Προπ. (Μαρμαρ. Μηχαν. Πέραμ.) Ρόδ. Σκόπ. Στερελλ. (Ἅγιος Κωνσταντ.) Σύμ. Τῆλ. -Ν. Ἀποστολίδ., ἔνθ᾽ ἀν. Α.Βαλαωρ., ἔνθ᾽ἀν. Π. Βλαστ., ἔνθ᾽ ἀν. Γ. Δροσίν., ἔνθ᾽ ἀν. Α. Μαμμέλ., ἔνθ᾽ ἀν. Th. de Heildreich, ἔνθ᾽ ἀν. Π. Παναγιωτόπουλ., ἔνθ᾽ ἀν., Μ. Φιληντ., ἔνθ᾽ ἀν. H.R. Kahane-Tietze, ἔνθ᾽ ἀν., 504 - Λεξ. Περίδ. Αἰν. Βυζ. Πρω. Δημητρ.: Ρίχτε τὸν γρῖπ-ον Ρόδ. Πᾶμε ᾽ς τὸγ Γουρνιˬάτημ ποὺ βολάσσει ὁ γρῖπος νὰ πάρωμε σμαρίες καὶ γοῦπ-ες (σμαρίες = μαρίδες, γοῦπ-ες = γῶπες) Κῶς. Γρῖπους γιˬὰ τσίμες (= εἶδος ἰχθύων τῆς λίμνης) Νησὶ Ἰωανν. Ψάρι τοῦ γρίπου Σηλυβρ. Τί περιμένεις νὰ σοῦ βγάλῃ ὁ γρῖπος, λε͜ιάνωμα καὶ καμμιˬὰ καλογρίτσα Ἰθάκ. Ἡ γρῖπα σαρώνει ὅλο τὸ γόνος Πόρ. Ἄ μᾶς καλάρ᾽ ἡ γρῖπους, τί θὰ κάνουμ᾽; Πέραμ. Μαγοῦνες εἴχαμε καὶ πέντε γρίπους Μουδαν. Ἔτσι πὄκλιγι ἡ κάττα, εἶδι τσὶ τραυοῦσαν πάρα πέρα γρῖπου Λέσβ. || Φρ. Παίζει οὑ γρῖπους (διαπράττεται κλοπὴ) Αἶν. Πέφτει γρῖπους (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Σκόπ. Σὰ γρῖπος τὰ μάζεψεν οὕλ-λα (ἐπὶ ἀπλήστων καὶ πλεονεκτῶν) Μεγίστ. Πιˬάστηκε ᾽ς τὸ γρῖπο (ἐσαγηνεύθη ἐρωτικῶς) Λεξ. Δημητρ. Τὸν ἐπῆρε ὁ γρῖπος (κατεστράφη) αὐτόθ. || ᾎσμ. Οἱ γρῖπ᾽ ψάριˬα νὰ βγάζουνε | καὶ οἱ μαγοῦνες κιˬάρ᾽ (μαγοῦνες = μαοῦνες, φορτηγίδες λέμβοι, κιˬάρ᾽ = χρήματα Μαρμαρ. || Ποίημ. Μανιˬάτη γρῖπο ἀργοτραυοῦν ἀπάνεμο τὸ βράδυ, τὰ ψάρια ᾽ς τὸ ξεμπράτσωμα λαχταριστὰ σπαράξουν Α. Μαμμέλ ἔνθ᾽ ἀν., 38. Συνών. ἀπόγριπος 1, τράτα. β) Ἕκαστον τῶν δύο ἐλευθέρων σχοινίων τοῦ δικτύου, διὰ τῶν ὁποίων τοῦτο σύρεται εἰς τὴν ξηρὰν Ἐρεικ. Κέως Κουφονήσ. Κύθν. Νάξ. (Κωμιακ.) Πελοπν. (Μεγαλοχ.) Στερελλ. (Ἀστακ.): Ἀπὸ τὴν κάτσα δένεις τὸ γρῖπο (κάτσα = ξύλινον ἐξάρτημα τῆς τράτας) Κουφονησ. Πρῶτα βάνουνε τὸ γρῖπο καὶ ὕστερα τὰ ἄλλα σχοινιˬὰ τσῆ τράτας Ἐρεικ. γ) Ἡ διὰ τῆς ἀνωτέρω ἁλιευτικῆς συσκευῆς ἁλιεία Εὔβ. (Λιχὰς) Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Μεγίστ. Πελοπν. (Μεσσην.) Σάμ. Τῆλ.: Πάω ᾽ς τὸ γρῖπο Σηλυβρ. || Φρ. Ἦταν ᾽ς τὸ γρῖπ-ο (ἐπὶ παίδων οἵτινες οὐροῦσι τὴν νύκτα ἐπὶ τῆς κλίνης· ἡ σημασία ἐκ τῆς κοπώσεως τὴν ὁποίαν συνεπάγεται ἡ ἁλιεία διὰ γρίπου καὶ ἕνεκα τούτου ὁ ὕπνος καθίσταται βαθύς) Μεγίστ. Γρῖπ-ον ἔρριξεν (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) αυτόθ. || Παροιμ. φρ. Πάω, μάννα μου, ᾽ς τὸ γρῖπο κ᾽ ἔχω καλόγ καπότ-το (ἐπὶ τῶν θεωρούντων ἑαυτούς ἀξίους διὰ δύσκολον ἐργασίαν) Τῆλ. 2) Τὸ διὰ τῆς ἀνωτέρω ἁλιευτικῆς συσκευῆς ἁλιεῦον πλοῖον Ἀγαθον. Ἁλόνν. Δωδεκάν. (Λειψ.) Κύπρ. Λέσβ. (Πάμφιλ. Πλομάρ.) Νίσυρ. Πρόπ. (Ἀρτακ. Μαρμαρ. Μηχαν.) Σάμ. – H.R. Kahane-A.Tietze, ἔνθ᾽ ἀν., 504 - Λεξ. Βυζ. Πρω. Δημητρ.: Ἡ σαντάλα ἢ ὁ γρῖπος εἶχε δεκατρία ἢ δεκαπέντε κουπιὰ Μαρμαρ. Ἔρκεται ὁ γρῖπος τοῦ Θανάση Νίσυρ. Ἤρθανι δυˬὸ γρῖπ᾽ Ἁλόνν. Ἠπούλησε τὴν ἀγελάδα καὶ πῆρε ἕνα γρῖπ-ο σάπιο Ἀγαθον. Ἡ σημ. ἢδη παρὰ Μαχαιρ. 1, 126 (ἔκδ. R. Dawkins) «ἐρμάτωσεν ἕναν γρῖππον, ἔπεψέν τον γυρεύγοντα τοῦ κατέργου». Συνών. σαντάλα. β) Ἡ ὁμὰς τῶν ἐργαζομένων εἰς τὸ ἀνωτέρω πλοιάριον ἁλιέων Σκόπ.: Παράγγειλα ψουμὶ γιˬὰ τοὺ γρῖπου 3) Σχοινίον συρόμενον ἐντὸς τῆς θαλάσσης ἢ ἐπὶ τοῦ βυθοῦ αὐτῆς ὑπὸ δύο λέμβων πρὸς ἀνεύρεσιν ἀντικειμένου ἢ πρὸς ἄγραν ὑποβρυχίων ναρκῶν Λ. Παλάσκ., ἔνθ᾽ ἀν. - Λεξ. Πρω. Δημητρ. 4) Τὸ φίμωτρον τῶν ζώων Μακεδ. (Δρυμ.) Συνών. μούρη, στομούχι. 5) Εἶδος κεντήματος περὶ τὸν ὦμον τῶν γυναικείων ὑποκαμίσων Ρόδ.: Τυλιˬακτὸς γρῖπ-ος (κέντημα ὡς τυλιγάδι). β) Κάθετος σφηνοειδὴς ἐγκοπὴ ἐκ μεταξωτοῦ ἢ βελουδίνου ὑφάσματος ἐπὶ τοῦ κατωτέρου μέρους τοῦ γυναικείου ὑποκαμίσου Νίσυρ. γ) Εἶδος ραφιδεύματος πολυπλόκου καὶ ποικίλου Λυκ. (Λιβύσσ.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γρῖπος Κάλυμν. καὶ Γρῖπους Στερελλ. (Ἀκαρναν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA