ἀσωτήρευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσωτήρευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσωτήρευτος ἐπίθ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *σωτηρευτὸς < σωτηρεύω.

Σημασιολογία

Ἐκεῖνος ἀπὸ τὸν ὁποῖον δὲν δύναται νὰ σωθῇ τις: Ἀσωτήρευτη ’ναι ἡ ἀρρώστιˬα του. Ὅλα σωτηρεύγουdαι, μόνου ὁ θάνατος εἶν’ ἀσωτήρευτος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/