γρίτς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρίτς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Μόριο
Τυπολογία
γρίτς, μόρ. κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν.) γρίτ Πόντ. (Χάλδ.) γρίντζ Πόντ. (Χαλδ.) γρίντ Πόντ. (Χαλδ.)
Ετυμολογία
Λέξις πεποιημένη.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἦχος ὁ παραγόμενος κατὰ τὴν ἀμυχήν ἢ κατὰ τὴν ἀναρρίχησιν διὰ τῶν ὀνύχων κοιν. καὶ Πόντ. (Χαλδ.): Ὅλη τὴ νύχτα ἡ γάττα ἔκανε γρίτς γρίτς ᾽ς τὴν πόρτα κοιν. 2) Ἐπιρρημ. ἀμέσως, ταχέως Πόντ. (Οἰν.): Γρίτς ἔκοψέν ἀτο. Γρίτς πάει κ᾽ ἔρχεται. Γρίτς γρίτς ἔγραψα τὸ γράμμαν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA