γροθαρόμαντρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γροθαρόμαντρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γροθαρόμαντρα ἡ, Πελοπν. (Ἀναβρυτ. Ἀνώγ. Θουρ. Καμίν. Ξηροκ. Παλαιοχ. Χωσιάρ.) γροθαρόμαdρα Πελοπν. (Ἀνδροῦσ. Βερεστ. Κάμπος Λακων. Καρδαμ. Λεῦκτρ. Μάν.) gροθαρόμαdρα Πελοπν. (Ἄνω Ἀστέρ. Ἄρν. Γέρμ. Ζελίν. Λεῦκτρ. Λίμπερδ. Μάν. Οἴτυλ. Πάν. Πετρίν. Πλάτσ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γροθάρι καὶ μάντρα.

Σημασιολογία

Κτῆμα πεφραγμένον εἰς τὸ ὁποῖον καλλιεργοῦνται γροθάρια πρὸς μεταφύτευσιν, φυτώριον ἐλαιῶν ἔνθ᾽ἀν.: Gρέμισε ὁ τοῖχος τῆς gροθαρόμαdρας· bῆτσε ἡ γίδα ᾽ς τὴ gροθαρόμαdρα καὶ τὴν ἐρήμαξε Πελοπν. (Οἴτυλ.) Ἔβαλε κανεὶς γροθαρόμαdρα φέτος; Πελοπν. (Λεῦκτρ.) Συνών. γροθαρομαντριˬά, γροθαρομάντρι, γροθαροπερίβολο, περιβόλι. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γροθαρόμαdρα Πελοπν. (Κίτ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/