γλεντζὲς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλεντζὲς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γλεντζὲς ὁ, ἐγλεντσὲς Λεξ. Βερ. ἐγλεντζὲς Αἴγιν. ᾽Ιων. (Κρήν. Σμύρν.) -Λεξ. Ψύλλ. Περίδ. Μπριγκ. Μ. ’Εγκυκλ. ἐγλετζὲς Ἴος Κρήτ. Θρᾴκ. (Μέτρ. Τσακίλ.) ἐγκλετσὲς Ὕδρ. ἐγ-γλετζὲς Σύμ. ἐγ-γλεζ-ζὲς Κάρπ. Κάσ. γλεντζὲς κοιν. γλιντζὲς Α. Ρουμελ. (Καβακλ.) Εὔβ. (Αἰδηψ.) Ἤπ. (Ζαγόρ. Κουκούλ.) Μακεδ. (Ὄλυμπ.) Στερελλ. (’Αχυρ.) γλιτζὲς Θρᾴκ. (’Αδριανούπ. Μάδυτ.) Σάμ. (Μαραθόκ.) γλετζὲς Κεφαλλ. Κρήτ. (Μαλάκ. κ.ἀ.) Νάξ. (’Απύρανθ. Καλόξ.) Πελοπν. (Κοπαν. Μεσσην.) Πάρ. - Λεξ. Μ. ’Εγκυκλ. Δημητρ. γλεζὲς ’Αμοργ. γλεντὲς Παξ. Θηλ. γλεντζοῦ Πελοπν. (Βερεστ. Γαργαλ. Κάμπος Λακων. Κοπαν. Μάν. Μαργέλ. Μηλιώτ. Παιδεμέν. Ποταμ. κ.ἀ.) -Λεξ. Μ. ’Εγκυκλ. Πρω. Δημητρ. γλεντζέδισσα Λεξ. Πρω.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. eǵlence = διασκέδασις.

Σημασιολογία

1) Ὁ φίλος τῶν διασκεδάσεων κοιν.: Ὁ πατέρας του ἦταν μεγάλος γλεντζές. Κάθε βράδυ ξενύχταγε ’ς τὶς ταβέρνες. Ὁ γιˬός της εἶναι ὀμορφάντρας καὶ γλεντζὲς κοιν. ’Σ τὰ παλιˬὰ χρόνιˬα εἴχαμε καλοὺς γλεντζέδες Πελοπν. (Κλειτορ.) Εἶναι μεγάλη γλεντζοῦ, δὲν τῆς παραβγαίνει κανένας ’ς τὸ γλέντι Πελοπν. (Κοπαν.) Εἶδες, μωρή, τί ἐγ-γλετζὲς εἶναιν ὁ ἀξάερφός σου! Σύμ. Εἶνι πουλὺ γλιντζὲς οὑ γιˬός τ᾿ς κὶ γιˬ’ αὐτὸ τοὺν ἀγαπάου Ἤπ. (Ζαγόρ.) Εἶνι γλιντζὲς κ’ ἔ᾽ καλὴ καρδιˬὰ Εὔβ. (Αἰδηψ.) Αὐτὸς οὑ ἄθρουπους εἶι διˬάλ’ γλιντζὲς Στερελλ. (’Αχυρ.) Οἱ γλιντζέδις τρῶι τὰ λιφτὰ τ᾿ς κὶ δὲν τὰ λουγαριˬάζ’ι αὐτόθ. || ᾎσμ. Ἄι, γλεντζοῦ καὶ χορευτοῦ, | περπάταες καὶ χόρευες (ἐκ μοιρολ.) Πελοπν. (Μάν.) Συνών. γλεντάρης, γλεντατζῆς, γλεντζιˬάρης, γλεντιστῆς, γλεντοκόπος, χαροκόπος 2) Διασκέδασις Αἴγιν. Θρᾴκ. (’Αδριανούπ. Μάδυτ. Μέτρ. Τσακίλ.) Ἴος ᾽Ιων. (Κρήν. Σμύρν.) Κάρπ. Κάσ. Κρήτ. (Μαλάκ. Σέλιν. Σφακ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Ὄλυμπ.) Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Παξ. Πελοπν. (Σουδεν.) Προπ. (᾽Αρτάκ.) Ὕδρ.-Λεξ. Βερ. Περίδ. Μπριγκ.: Καλὸν ἐγλετζὲ ηὗρε κεῖνος ἐδῶ Τσακίλ. || Φρ. Κάνε γλετζὲ Νάξ. (’Απύρανθ.) Συνών. Κάνε γοῦστο - πλάκα - χάζι || ᾌσμ. Καὶ μιˬὰ λαμπρή, μιˬὰ Κυριακή, μιˬὰ ’πίσημην ἡμέρα βγῆκαν οἱ κλέφτες ’ς τὸ γλεντζέ, νὰ ρίξουν τὸ λιθάρι Σουδεν. Δὲν μ’ εὐφραίνουν ἐγλεντζέδες οὔτε μὲ παρηγοροῦν, μόνο τὰ γλυκά σου μάτιˬα, σὰν γυρίσουν καὶ μὲ δοῦν Κρήν. Τὸ ἄχ, τὸ βὰχ ἀπόχτησα καὶ τὸ βαστῶ ᾿ς τὸ στόμα καὶ τὸ χτικιˬὸ γιˬὰ ἐγλεντζὲ καὶ κείτομαι ’ς τὸ στρῶμα Αἴγιν. Τὰ πάθη μου εἶναι ἄνθη μου κ’ οἱ πίκρες ἐγλετζές μου κι ἂν bεριμένω ᾿γὼ χαρές, δὲ θὰ τὶς δῶ ποτές μου Ἴος Ἔχω σου παραπόνεση ἐτουτεσὰ τσὶ μέρες, γιˬατί ’μαι ’γὼ ’ς τὰ βάσανα κ᾽ ἐσὺ ’ς τ᾿ς ἐγλετζέδες Κρήτ. Πο͜ιός κλέφτης τ’ ἀποφάσισε νὰ bῇ μέσ᾽ ’ς τὸ bαξέ μου, νὰ πάρῃ τὸ βασιλικὸ ἀπού ’τονε γλετζές μου; αὐτόθ. Ἦρτες τσαὶ ἦρταν οἱ χαρὲς τσ’ ἦρταν τσ’ οἱ ἐγ-γλεζ-ζέδες, μῆλομ μου ζαριφλήδικο μὲ τσὶ χρουσοὺς κοζ-ζέδες! (ζαριφλήδικο = χαριτωμένο, κοζ-ζὲς = κοντσὲς = μπουμπούκι) Κάσ. Ἄσπρου μ’ τριανταφυλλά’ μὶ τοὺν ἄσπρου σ’ τοὺν κουντζέ, πᾶρι μι ’ς τ’ν ἀγκαλιˬὰ σ’, γιˬὰ νὰ κάνουμε γλιντζὲ Ὄλυμπ. || Γνωμ. Ἡ κάρτσα εἶναι ἐγλεντζές, ἡ ρόκκα εἶναι σεργιˬάνι καὶ ἡ καηˬμένη κρεββατὴ εἶναι σκλαβιˬὰ μεγάλη (κρεββατὴ = ἀργαλειό· ἡ ὑφαντικὴ εἶναι πολὺ ἐπίπονος ἐργασία) Σμύρν. Τὸ γνωμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Τὸ χωράφι ’ναι ἄμε κ᾽ ἔλα, τὸ σκαπέτι ᾽ναι γλετζές, τὸ παdέρημο τ’ ἀδράχτι οὕλο πρίκες καὶ χολὲς (πρίκες = πίκρες· ἡ κλωστικὴ ἀπαιτεῖ πολὺν κόπον) Σέλιν. Τὸ γνωμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Συνών. γλεντζιˬό, γλέντημα, γλέντι, γλεντοκόπημα, γλεντοκόπι, ξεφάντωμα, ξεφάντωση. 3) Τόπος διασκεδάσεως Αἴγιν. Παξ.: ᾎσμ. Μπουγιˬούκντερε καὶ Θαραπε͜ιά, Τατάβλα καὶ Νιˬοχώρι, αὐτὰ τὰ τέσσερα χωριˬὰ εἶν’ ὁ γλεντζές τσῆ Πόλης Παξ. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γλεντζὲς ᾽Αθὴν. Πειρ. Γλετζὲς ’Αθὴν., ὡς παρωνύμ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γλετζὲς Πάρ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Τοῦ Γλετζὲ Πελοπν. (Μεσσὴν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/