ἀταίριˬαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀταίριˬαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀταίριˬαστος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν.) ἀταίριˬαστους βόρ. ἰδιώμ. ἀϊταίριˬαστος Κεφαλλ. ἀταίριˬαχτος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Οἰν. κ.ἀ) ἀταίριˬαχτους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀταίραχτε Τσακων. ἀταίριˬαγος πολλαχ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. ταιριˬαστός. Ἡ λ. καὶ παρὰ Μεουρσ.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ἔχων σύντροφον τῆς ζωῆς Αβαλαωρ. Ἔργα 2, 9: Ποίημ. Μηνά ᾿μεινεν ἀταίριˬαστος καὶ κλαίει καὶ χτυπε͜ιέται; 2) Ὁ μὴ ἔχων τὸ ταίρι του, τὸν ὅμοιόν του, ἐπὶ πραγμάτων κατὰ ζεῦγος ὑπαρχόντων σύνηθ.: Ἀταίριˬαστες κάλτσες. Ἀταίριˬαστα γάντιˬα - παπούτσιˬα κττ. 3) Ὁ μὴ συμφωνῶν, ἀσυμβίβαστος κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν.): Ἀταίριˬαστο ἀντρόγυνο. Ἀταίριˬαστοι χαρακτῆρες. Ἀταίριˬαστες συννυφάδες. Ἀταίριˬαστα ἀδέρφιˬα. Συνών. ἀκορbέριστος, ἀσύμφωνος. β) Ὁ μὴ προσαρμοζόμενος, ἀνάρμοστος κοιν. καὶ Τσακων.: Ἀταίριˬαστα πράματα. Ἀταίριˬαστο κλειδὶ κοιν. γ) Ἀπρεπὴς κοιν.: Ἀταίριˬαστα λόγια - φερσίματα κττ. Ἀταίριˬαστοι τρόποι κοιν. δ) Ὁ ἀνόμοιος πρὸς τοὺς ἄλλους, ἰδιόρρυθμος πολλαχ.: Ἀταίριˬαχτος μ’ ὅλο τὸν κόσμο πολλαχ. Σημάδι ἔχει ἀπ᾿ τὸ Θεὸ καὶ σημαδιˬακὸς κιˬ ἀταίριˬαστος εἶναι ΑΠαπαδιαμ. Μάγισσ. 152. Συνών. ἀλλέικος, ἀλλέος, ἀλλεˬώτινος 1, ἀλλεˬώτικος 1, ἀλληλογίτικος, ἀσυνταίριˬαστος. ε) Ἄκομψος, χονδροειδὴς Πόντ. (Οἰν.): Ἀταίριˬαστος ἄνθρωπος. 4) Ὁ μὴ ἔχων τὸν ὅμοιόν του, ὁ ἀσύγκριτος, ὁ ἔξοχος ἄλλων σύνηθ.: Ἀταίριˬαστη ’ς τὴν ὀμορφιˬὰ - ’ς τὴν προκοπῇ - ’ς τὰ κάλλη κττ. Ποίημ. Νεράιδα εἶσαι ’ς τὸ κορμὶ κιˬ ἀταίριˬαστη ’ς τὰ κάλλη ΚΠαλαμ. Τρισεύγ. 11. Πβ. ἄταιρος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/