ἄταιρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄταιρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄταιρος ἐπίθ. Ἀθῆν. - ΟΜπεκὲς ἐν Ἀνθολ. ΗἈποστολίδ. 260. - Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. ταίρι.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ἔχων σύντροφον τῆς ζωῆς του Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. 2) Ὁ μὴ ἀποτελῶν ζεῦγος, ἐπὶ πραγμάτων Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἀντιλογίτικος. 3) Ὁ μὴ ἔχων τὸν ὅμοιόν του, ἀπαράβλητος, ἀπαράμιλλος Ἀθῆν. - ΟΜπεκὲς ἔνθ’ ἀν. - Λεξ. Βλαστ.: Ἡ προκοπή του ἤτανε ἄταιρο πρᾶμα Ἀθῆν. Ἄταιρο χαλὶ ΟΜπεκὲς ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA