γροθὶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γροθὶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γροθὶ τό, Κύθηρ. Πελοπν. (Κίτ. Μάν. Ὀλυμπ. Φιγάλ.) - Ἐφημ. Ἑλλην. γεωργ. 1, 517 γροθ-θὶ Χίος (Βέσ.) γροὶ Τσακων.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γρόθος.
Σημασιολογία
1) Μικρὸς γρόνθος Τσακων.: Ἔα, ᾽ ἐμοζάτ᾽σερε ἐκιού, ὴ ντ᾽ ἐντοῦτσε μὲ τὸ γροὶ (ἔλα, ποὺ ἐπόνεσες ἐσὺ ποὺ σὲ ἐκτύπησε μὲ τη γροθίτσα του). 2) Μέρος τοῦ ἐλαιοπιεστηρίου, πιθανῶς ἐκ τῆς ὁμοιότητος αὐτοῦ πρὸς γρόνθον Χίος (Βέσ.) 3) Γροθάρι 3, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθα καὶ συνών. Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Τσακων.: Ἔρριξε ἕνα γροθὶ γέννημα ᾽ς τὶ κόττες Κίτ. Ἕνα γροὶ κόουνε μ᾽ ἐδοῦτσε, ποῖ ᾽νὰ σ᾽ πρωτοφάῃ (μιὰ γροθίτσα, χουφτίτσα κουκκιὰ μοῦ ἔδωσε, ποιὸς νὰ πρωτοφάῃ) Τσακων. Κάρατσε ἕνα γροὶ κίσα (ἐζήτησε μία χουφτίτσα κριθάρι) αὐτόθ. 4) Γροθάρι 10, τὸ ὁπ. βλ., Κύθηρ. Πελοπν. (Ὀλυμπ. Φιγάλ.) - Ἐφημ. Ἑλλην. γεωργ., ἔνθ᾽ ἀν: Ἔπιˬασε καὶ γιˬόμισε τό χωράφι γροθιˬά, γιˬὰ νὰ κάμῃ ἐλιˬὲς ᾽Ολυμπ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γροθιˬὰ τά, Πελοπν. (Ἦλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA