γροθιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γροθιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γροθιˬάζω Θεσσ. Θρᾴκ. (Τσανδ.) Καππ. (Ἀνακ. Φλογ.) Κεφαλλ. Μῆλ. Νάξ. (Δαμαρ.) Πελοπν. (Γαργαλ.) - Α. Λασκαράτ., Ποιήμ., 102 Κλ. Δίπλα-Μαλάμου εἰς Ν. Ἑστ. 16 (1934) 784 - Λεξ. Δημητρ. γροιθιάζου Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) γροιˬάζουρ ἔνι Τσακων. (Πραστ. κ.ἀ.) γρουθιˬάζου Στερελλ. (Ἀχυρ.) χουρτω Πόντ. (Ἰνέπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γροθιˬὰ

Σημασιολογία

1) Συγκλείων καὶ συσφίγγων τὴν παλάμην ποιῶ γρόνθον, πυγμὴν Θεσσ. Καππ. (Φλογ.) Κεφαλλ. - Α. Λασκαράτ., ἔνθ᾽ ἀν.: Γρόθιˬασε τὸ χέρι σου Κεφαλλ. Ἐπροχωροῦσε μὲ γροθιˬασμένο τὸ χέρι του αὐτόθ. Γροθιˬάζω τὸ χέρι μου, γιˬὰ νὰ δείξω πὼς εἶμαι ἕτοιμος γιˬὰ καβγὰ αὐτόθ. ᾽Εγρόθιˬασα τὰ δυˬό μου χέριˬα καὶ τοῦ τά ᾽δειχνα ἀπὸ μακριὰ αὐτόθ. Ἐκεῖνα γροθιˬάζουν τὰ χέριˬα Θεσσ. Τά ᾽δεναν γροθιˬασμένα μ᾽ ἕνα πανί ὥς τὸ πρωὶ (ἐνν. τὰ χέρια εἰς σχῆμα γρόνθου) Φλογ. || Ποίημ. Τοῦ ξυλιˬάζουν τὰ χέριˬα γροθιˬασμένα ὡσὰν τοῦ ἀφωρεσμένου μέσ᾽ ᾽ς τὰ στήθιˬα Α. Λασκαράτ., ἔνθ᾽ ἀν. 2) Κτυπῶ διὰ τῶν γρόνθων Πελοπν. (Γαργαλ. Κίτ. Μάν.): Θὰ σὲ τσακώσω καὶ θὰ σὲ γροθιˬάσω Γαργαλ. Κάτσε φρόνιμα, γιˬατὶ θὰ σὲ γροιθιάσου Κίτ. Συνών. γροθίζω 1, γροθοκοπανίζω, γροθοκοπῶ, μπουνιˬάζω. β) Ζυμώνω διὰ τῶν γρόνθων Θρᾴκ. (Τσανδ.) Νάξ. (Δαμαρ.) Πόντ. (Ἰνέπ.) Στερελλ. (Ἀχυρ.): Νὰ ἀνεμείξω τ᾽ ἀλεύρι, νὰ τὸ γροθιˬάσω Δαμαρ. Ρίχνουμι χλιαρὸ νιρό ᾽ς τοὺ προυζύμ᾽, τ᾽ ἀνακατεύουμι μ᾽ ἀλεύρ᾽ κὶ τοὺ γρουθιˬάζουμι Ἀχυρ. γ) Μεταφ., δίδω κτυπήματα ὡς διὰ τῶν γρόνθων Κλ. Δίπλα-Μαλάμου, ἔνθ᾽ ἀν.: Σὰν ἄκουε ἀπὸ μακρυά ᾽ς τὴ στράτα τὴν περπατησιˬά του, ἔτσι ὅπως τὰ τακούνιˬα του γροθιˬάζανε τὸ ξερὸ χῶμα, γκράπ! γκρούπ!, ἡ ψυχή της γέμιζε μεγαλεῖο δ) Μεταφ., ἐγκαταλείπω, μισῶ Καππ. (Ἀνακ.): Ἀδαρὰ θεγὸς γρόθιˬασέ μας (τώρα ὁ θεὸς μᾶς ἐγκατέλειψε). 3) Λαμβάνω τι ἐντὸς τοῦ γρόνθου, περιβάλλω διὰ τῆς παλάμης μου Μῆλ. Πελοπν. (Γαργαλ. Κίτ. Μάν.) Τσακων. (Πραστ.): Ἐτράνυνε φτοῦνο τὸ κλαρί, δὲ γροθιˬάζεται Γαργαλ. Ἔναι χοdρό, δὲ dὸ γροιθιάζου Κίτ. Ἀπὸ τὰν ᾽κεῖνα σι, ἐγροιάε τοὺρ ἐλίε σ᾽ ἐφύντζε (ἀπὸ τὴν πεῖνα του ἐγρόθιασε τὶς ἐλιές, ἐπῆρε μιὰ χοὺφτα ἐλιές, κι ἔφυγε) Πραστ. Συνών. χουφτιˬάζω

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/