ἀταξία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀταξία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀταξία ἡ, λόγ. κοιν. καὶ Πόντ. ἀταξίγιˬα Πόντ. (Κερασ.) κ.ἀ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀταξία.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἔλλειψις τάξεως, ἀκαταστασία κοιν.: Μεγάλη ἀταξία βασιλεύει ᾿ς τὸ σπίτι. Εἶναι σὲ ἀταξία τὰ βιβλία - τὰ πράματα κττ. Βλέπω ἀταξία ᾿ς τὰ κατάστιχα –’ς τοὺς λογαριασμοὺς κττ. Συνών. ἀταχτία, ἀταχτοσύνη, ἀταχτωσία. 2) Ἄτακτος πρᾶξις, ἀτάκτημα, ἀκοσμία κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.): Τὸ παιδὶ ἔκανε μιˬὰ μεγάλη ἀταξία -πολλὲς ἀταξίες κοιν. Τρανὸν ἀταξίαν ἐποίκεν Πόντ. Συνών. ἀταξάδα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA