βλαστημίδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βλαστημίδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βλαστημίδι τό, ΠΝιρβάν. ᾿Αγριολούλ. 54 -Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. βλαστ'μίδ’ Μακεδ. (Σέρρ) κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. βλαστημῶ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίδι, περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν ’Επιστ. ᾿Επετ. Πανεπ. 13 (1916/7) 168 κἑξ. καὶ ΒΦάβην ἐν Ἀθηνᾷ 45 (1933) 359.
Σημασιολογία
Πλησμονὴ βλασφημιῶν, συνεχὴς καὶ ἔντονος βλασφημία. ἔνθ᾽ ἀν.: Πρωὶ πρωὶ ἄρχισες τὸ βλαστημίδι Λεξ. Δημητρ. Εἶχε τὴ συνήθεια νὰ βάζῃ πάντα μεσῖτες ᾿ς τὸν ἅγιο γιˬὰ τὴν ψυχή του, ἐπειδὴ δὲν εἶχε μοῦτρα νὰ παρακαλέσῃ ὁ ἴδιος ἀπὸ τὸ βλαστημίδι ποῦ τοῦ τραυοῦσε ὁλημερὶς ΠΝιρβάν. ἔνθ’ ἀν. Πβ. βρισίδι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA