γροθοκοπανίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γροθοκοπανίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γροθοκοπανίζω Κεφαλλ. Κύθηρ. Πελοπν. (Μάν.) Σῦρ. γροθοκοπανίζου Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) γροτ-θοκοπανίζω Ρόδ. χουρτοκουπανίω Πόντ. (Ἰνέπ.) γροθοκοπανῶ Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γρόθος καὶ τοῦ ρ. κοπανίζω.
Σημασιολογία
Κτυπῶ διὰ τῶν γρόνθων ἔνθ᾽ ἀν.: Κάτσε φρόνιμα, γιατὶ θὰ ζὲ γροθοκοπανίσου Πελοπν. (Κίτ.) Μωρή, γιˬατί τὸ γροθοκοπανίζεις τὸ παιδί; αὐτόθ. || ᾎσμ. Ἐκλαίασι κ᾽ ἐσκούζασι | κ᾽ ἐγροθοκοπανίζοdα (ἐκ μοιρολ.) αὐτόθ. Κλαίου καὶ ρετενίζομαι | καὶ γρονθοκοπανίζομαι (ρετενίζομαι = κλαίω μετὰ χειρονομιῶν· ἐκ μοιρολ.) αὐτόθ. Συνών. γροθιˬάζω, γροθίζω, γροθοκοπῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA