βλαστημῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλαστημῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βλαστημῶ κοιν. καὶ Πόντ. (᾿Αμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) βλαστ’μῶ βόρ. ἰδιώμ. βλατ'μῶ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. γλαστημῶ Ρόδ. βλασκημῶ Λέσβ. (Πλομάρ.) βλαστημοῦ Λυκ. (Λιβύσσ) κ.ἀ. βλατ’μοῦ Σάμ. βαστημοῦ Τσακων. βαστηνοῦ Τσακων. βλαστημάω σύνηθ. βλαστ’μάου βόρ. ἰδιώμ. βλατ’μάου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. φλαστημάω Καλαβρ. (Μπόβ. Χωρίο Βουν.) βλαστεμ-μάου Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀβλαστημῶ Πελοπν. βλαστημίζω Πειρ κ.ἀ. φλαστημίζω Καλαβρ. (Μπόβ.) βλατ'μίζου Μακεδ. (Βογατσ.)

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. βλαστημῶ, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. βλασφημῶ κατ᾽ ἀνομ. ᾿Ιδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 436.

Σημασιολογία

1) Ὑβρίζω τὸν Θεόν, τοὺς ἁγίους καὶ γενικῶς τὰ θεῖα καὶ ἱερὰ κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ. Χωρίο Βουν.) Πόντ. (᾿Αμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων.: Βλαστημῶ τὸ Θεὸ-τὴν Παναγιὰ-τοὺς ἁγίους κττ. κοιν. Καὶ ἄνευ ἀντικειμένου κοιν. καὶ Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Δὲν κάνει νὰ βλαστημᾷς. Μ’ ἀναγκάζεις νὰ βλαστημήσω κοιν. Βαρέα βλαστημᾷ Ὄφ. Χαλδ. || Παροιμ. Λές Κύριε ἐλέησον καὶ σοῦ λέν βλαστήμησες (ἐπὶ συκοφαντικοῦ χαρακτηρισμοῦ ἀγαθῶν πράξεων ὡς ἐγκληματικῶν) Ζάκ. || Ποίημ. ᾿Αλῆ-πασᾶ, μὴ βλαστημᾷς, θυμήσου πῶς ὑπάρχει ἕνας Θεὸς καὶ τὄδωκα σήμερα τὴν ψυχή μου ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3, 65. β) Ὑβρίζω νεκροὺς Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Βλαστημᾷ τ’ ἀποθαμέντς. Ἐβλαστύμεσεν τὸν κύρι μ᾿ (ἐνν. νεκρὸν ὄντα). Συνών. ἀνασκάφτω 2. 2) Λέγω εἴς τινα λόγους ἀρατικούς, δυσοιώνους, κακούς, καταρῶμαί τινα κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν.): Βλαστημῶ τὴ μοῖρα μου-τὴν τύχη μου-τὴν ὥρα καὶ τὴ στιγμὴ ποῦ γεννήθηκα κοιν. Τοὺνι βλαστημάανι οἱ γουνέοι του κὶ δὲν ἔκαμι προυκουπὴ Εὔβ (Στρόπον.) Τοὺ πάινι οὕλου μπήξι τοὺ πιδὶ, τώρᾳ που ἀρρώστησι βλαστημει͜έτι μαναχή της αὐτόθ. || Φρ. Κάμε το αὐτὸ καὶ βλαστήμα με (ἀσφαλῶς δὲν θὰ μετανοήσῃς) κοιν. Βλαστήμα τα (ἐπὶ δυσαρέστων γεγονότων, οἷον: Πῶς τὰ περνᾶς; βλαστήμα τα, δηλ. οὐχὶ καλῶς. Ἔτσι ποῦ καταντήσαμε, βλαστήμα τα, δηλ. οὐδεμία θεραπεία κττ.) Βλαστήμα τα καὶ λιβάνιζέ τα (συνών. τῇ προηγουμένῃ, συνών. φρ. Μούντζωσέ τα, φασκέλωσέ τα) κοιν || Παροιμ. Βλαστήμα, διˬάκο, τὸν παππᾶ (πρὸς τοὺς ἐκτρεπομένους εἰς κατάρας, ὅταν πάθουν τι, χωρὶς νὰ φροντίζουν νὰ εὕρουν τὸν αἴτιον αὐτοῦ) Χίος. || ᾌσμ. ᾿Αγάπα με, βλαστήμα με, κάνε πῶς δὲ μὲ θέλεις νὰ λένε κ’ οἱ γειτόνοι μας πῶς τὸ κακό μου θέλεις Κρήτ. Ἐτσὰ μοῦ δίδ’ ὁ λοϊσμὸς τοῦ ἥλιˬου ν᾿ ἀκλουθήξω νὰ πά’ νὰ βρῶ τὴ μοῖρα μου νὰ τὴνε βλαστημήξω αὐτόθ. Βαρέθηκε ἡ φτωχολογιˬὰ κ’ οἱ μεροδουλευτᾶδες, τὸν ἥλιˬο βλαστημάγανε, τὴν κόρη βλαστημᾶνε Εὔβ. Τὴ dύχη μου θὰ πά’ νὰ βρῶ νὰ τὴνε βλαστημήσω, ’ιˬατὶ σὲ τόπον ἄβολο μ᾿ ἔβαλε ν᾿ ἀγαπήσω Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Καὶ μέσ. Πελοπν.: ᾎσμ. ᾽Επῆγα καὶ τὴν εὕρηκα ᾿ς τὴν κλίνη ποῦ κοιμᾶτο καὶ καλημερίζω την | καὶ μ᾿ ἀβλαστημήχτηκε. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Περὶ γέροντ. στίχ.173-4 (ἔκδ. Wagner σ. 111) «πρέπει λοιπὸν ἡ καθεμιὰ νὰ καλοδιαλέγῃ | διατὶ πολλὲς καὶ βλαστημοῦν τὴν μοῖραν τες καὶ κλαίγουν». Συνών ἀποτιμῶ 2, ἀτιμάζω 4, βαρυκαρδίζω 2β, καταρε͜ιέμαι. 3) ᾽Ενεργ. καὶ μέσ. ὁρκίζομαι Κρήτ.: Βλαστήμηξέ μου νὰ σοῦ τὸ πιστέψω. Μὴ βλαστημᾷς, μὰ πιστεύγω σού το. ᾿Εβλαστημήχτηκα νὰ μὴ dοῦ ξαναμιλήσω. Βλαστημημένος εἶμαι νὰ μὴ σοῦ ξαναμιλλήσω. || ᾎσμ. Κ’ ἐτότ’ ἐβλαστημήξασι κιˬἀνεὶς νὰ μὴν ξανάρθῃ νὰ κατοικήσῃ 'ς τὰ Σφακιˬὰ τὰ ἴδια γιˬὰ νὰ πάθῃ. Συνών. ἀτιμώνω 2, ὀμώνω, ὁρκίζομαι (ἰδ. ὀρκίζω) ὁρκώνομαι (ἰδ. ὁρκώνω). 4) Ταλανίζω, οἰκτίρω τινὰ Πελοπν. (Δημητσάν.): Παροιμ. Μὴ βλαστημᾷς τὸν καβαλλάρι ποῦ κρέμονται τὰ πόδιˬα του (εἶναι ἀνάξια λόγου μικρὰ ἀτυχήματα ἀνθρώπου κατὰ τὰ λοιπὰ εὐτυχοῦντος). 5) Ἀγανακτῶ, δυσανασχετῶ Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κόρινθ. Τρίκκ.): Ξέρεις τί βλαστημάω, πουλλάκι μου; (τί=διατί) Δούν. Συνών. ἀγαναχτῶ Α1, ἀρᾳθυμῶ 5.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/