ἀταράχευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀταράχευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀταράχευτος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀdαράχευτος Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. * ταραχευτὸς < ταραχεύω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ὑποστὰς ταραχήν, σύγχυσιν, ἥσυχος: Δὲ μ᾿ ἀφίνεις πάλι ἐσὺ ἀdαράχευτο!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA