γροθοκοπισμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γροθοκοπισμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστκό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γροθοκοπισμὸς ὁ, Ὀθων.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γροθοκοπῶ.

Σημασιολογία

Γροθοκοπάνισμα, τὸ ὁπ. βλ.: Πάει καὶ bαίνει μέσα ᾽ς τὴ βασίλισσα. Φωνὲς ἡ βασίλισσα μεάλες! Αὐτὸς κλοτσιˬὲς μέσα ᾽ς τὴ βασίλισσα, γροθοκοπισμὸς (ἐκ παραμυθ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/