βλαστικὸ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βλαστικὸ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βλαστικὸ τό, Καππ. (᾽Ανακ. Φερτ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. ἐπιθ. βλαστικός=ὁ ἔχων τάσιν πρὸς βλάστησιν.
Σημασιολογία
Τὸ φυτὸν ὤκιμον τὸ βασιλικόν. Συνών. βασιλικὸς Β 13.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA