βλαστόκομμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλαστόκομμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βλαστόκομμα τό, Εὔβ. (Χαλκ.) βλαστόκουμμα Σάμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. βλαστοκόφτω.

Σημασιολογία

Ἡ ἀποκοπὴ τῶν ἄκρων τῶν καρποφόρων βλαστῶν τῆς ἀμπέλου. Συνών. ἀργολόγημα, βλαστοκόπημα, βλαστολόγημα 2, βλαστολόγι 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/