γρομπάλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρομπάλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γρομπάλι τό, ἐνιαχ. γροbάλι Κρήτ. (Κίσ. κ.ἀ.) γρουμπάλ᾽ Ἤπ. (Κόνιτσ.) σgρουβά᾽ Θεσσ. (Ἀνατολ.) Θρᾴκ. (Σουφλ.) Μακεδ. (Δεσκάτ. Φυτ.) σgουρβά᾽ Μακεδ. (Δεσκάτ.) σgουρουβά᾽ Μακεδ. (Καστορ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γρόμπος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άλι.

Σημασιολογία

1) Θρόμβος, κόμβος, βῶλος, Θρᾴκ. (Σουφλ.) Κρήτ. (Κίσ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Καστορ.) Ἀνακάτουσι καλὰ τοὺ ἀλεύρ᾽ μί τὰ χέριˬα σ᾽, νὰ μὴ μνείσκουν σgουρουβάλιˬα Καστορ. Τ᾽ ἀλεύρ᾽ ἦταν σgρουβάλιˬα Σουφλ. Δὲν ἔκλεισα ἀμμάτι οὕλη τὴ νύχτα, γιˬατὶ τὸ στρῶμα ἢτονε γεμᾶτο γροbάλιˬα Κίσ. Συνών. γρόμπος 1. 2) Τεμάχιον στρογγύλου σχήματος τυροῦ ἢ ἅλατος ἢ σακχάρεως κ.τ.ὅ., ἔνθ᾽ ἀν.: Ἅμα γιˬουμώ᾽ῃς ἕνα φ᾽ε᾽ σgουρβάλιˬα ἅλας κι᾽ τοὺ π᾽τύ᾽ς ᾽ὰ δῇς μιτὰ τὶ φεύγου θὰ κά᾽ (φ᾽έ = φισέκι, ὅπλον) Μακεδ. (Δεσκάτ.) Ἔβγαλα κάνα δυὸ σgρουβάλιˬα τυρὶ κὶ τ᾽ς ἔβαλα κ᾽ ἔφαγαν Μακεδ. (Φυτ.) Ἐβάστα ἕνα γροbάλι μυζήθρα ᾽ς τὸ γρόθο dου καὶ τὸ ᾽τρωγε Κρήτ. (Κίσ.) 3) Ἐξόγκωμα, οἴδημα Κρήτ. (Κίσ. κ.ἀ.) Ἔδωκα τὴ gουτουλιˬὰ κ᾽ ἔβγαλα ἕνα χοdρὸ γροbάλι ᾽ς τὸ καυκὶ τσῆ κε-φαλῆς μου Κίσ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/