γρομπᾶτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρομπᾶτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γρομπᾶτος ἐπίθ. ἐνιαχ. γροbᾶδος Ἰθάκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γρόμπος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ᾶτος παρὰ τὴν ὁπ. καὶ -ᾶδος.
Σημασιολογία
Ἐπὶ τοίχου, κυρτωμένος, ἑτοιμόρροπος ἔνθ᾽ ἀν.: Πῆγα νὰ gάμω ἕνα μερεμέτι ᾽ς τὸ dοῖχο τσῆ ἐbασιˬᾶς κιˬ ἄνοιξα φάbρικα, γιˬατὶ ἤτανε γροbᾶδος κ᾽ ἔπεσε Ἰθάκ. Οἱ λιθιˬὲς ἀπ᾽ τὴν ἀπάνου λαχίδα εἶναι γροbᾶδες (λαχίδα = ἐπίμηκες ἀγροτεμάχιον) αὐτόθ. Σὰν καὶ τὸ ἀτσούπι σου εἶναι γροbᾶδο, νὰ τοῦ βάλῃς ποdάλι, μὴ μᾶς πλακώσῃ (ἀτσούπι = ὁ ἄνευ παραθύρων πλάγιος τοῖχος τῆς οἰκίας, ποdάλι = δοκὸς ὡς ὑποστηριγμα) αὐτόθ. β) Μεταφ., πρησμένος Ἰθάκ.: Ἔχει τὰ πλεμόνιˬα του γροbᾶδα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA