ἀτέκνιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτέκνιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀτέκνιστος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀτέκνητους Μακεδ. (Νάουσ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *τεκνιστὸς < τεκνίζω. Τὸ ἀτέκνητους κατὰ τὰ ἐκ τῶν περισπωμένων ρ. παραγόμενα.

Σημασιολογία

Ἄτεκνος, ἄπαις: Εἶνι ἀτέκνητ᾿ κ᾽ ἔ᾽ λαχτάρα νὰ κά’ πιδιά. Συνών. ἄβιˬος 2, ἀβλαστάρωτος 2, ἀβλάκνος 1, στητος 2, ἄκληρος 3, ἄπαιδος, ἀπαίδωτος, ἄτεκνος 1, ἀτεκνωμένος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/