βλαστουργὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλαστουργὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βλαστουργὸς ὁ, Θήρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βλαστὸς κατὰ τὸ πλαστουργὸς φερόμενον εἰς τὸν ἐπιτάφιον θρῆνον τῆς Παναγίας «υἱὲ Θεοῦ παντάναξ, Θεέ μου, πλαστουργέ μου, πῶς πάθος κατεδέξω !»

Σημασιολογία

Τέκνον: ᾎσμ. Ὑγιˬέ μου, ὑγιˬέ μου, ὑγιˬέ καὶ βλαστουργέ μου (βαυκάλ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/