γλεντοκόπημα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλεντοκόπημα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γλεντοκόπημα τό, Πελοπν. (Γαργαλ. Μαργέλ. Μηλιώτ. Παιδεμέν. κ.ἀ.)-Κ. Παλαμ., Γραμμ. 1,120 L. Roussel, Grammaire, 308. - Λεξ. Πρω. Δημητρ. γλιντουκόπ’μα Θεσσ. (Σκήτ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γλεντοκοπῶ.
Σημασιολογία
Διασκέδασις, εὐωχία ἔνθ’ ἀν.: ᾽Απὸ τὰ πολλὰ γλεντοκοπήματα ἔχασε τὴν ὑγεία του Λεξ. Δημητρ. Κάναμι ’να τρικούβιρτου γλιντουκόπ’μα Σκήτ. Συνών. βλ. εἰς λ. γλεντζὲς 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA