βλαττεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βλαττεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βλαττεύω ἀμάρτ. βλαττεύγου Εὔβ. (Αὐλωνάρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. βλάττα.
Σημασιολογία
Δάκνω, ἐπὶ τοῦ ἐντόμου βλάττα 1, ὃ ἰδ., Εὔβ. (Αὐλωνάρ.): Νὰ μαζέψῃς τὰ πουλλάτσα, γιˬὰ θὰ-ν-τὰ βλαττέψουνε οἱ βλάττες.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA