βλατ-τοκομ-μένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλατ-τοκομ-μένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βλατ-τοκομ-μένος ἐπίθ. Κάρπαθ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βλάτ-τα καὶ τοῦ κομ-μένος μετοχ. τοῦ ρ. κόβω.

Σημασιολογία

1) Ὁ φέρων εἰς τὸ πρόσωπον τὰς οὐλὰς τῆς νόσου εὐλογίας. Συνών. βλογιˬοκομμένος (ἰδ. βλογιˬοκόβομαι). 2) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον εἴθε νὰ προσβάλῃ ἡ νόσος εὐλογία (περὶ τῆς σημ. ἰδ. Ν’Ανδριώτ. ἐν ᾿Αθηνᾷ 44 <1932> 193 κἑξ.) Συνών. βλατ-τοφαγωμένος, βλαττωμένος (ἰδ. *βλαττώνω).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/