ἀτελείωτα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτελείωτα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀτελείωτα ἐπιρρ σύνηθ. ἀτέλε͜ιωτα σύνηθ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀτελείωτος.

Σημασιολογία

Ἄνευ τέλους, ἀδιακόπως, διαρκῶς σύνηθ.: Μιλεῖ - παίζει -παραπονε͜ιέται - φωνάζει ἀτελείωτα. Βρέχει - χιˬονίζει ἀτέλε͜ιωτα σύνηθ. Ἀτελείωτα τὰ ἴδια μοῦ λές Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Ἀτελείωτα τὰ ἴδιˬα ἔχουμε αὐτόθ. Κ ἔλεγε ἀτέλε͜ιωτα καὶ γελοῦσε καὶ χαχάνιζε μὲ τὸ τίποτα ΓΞενόπ. Κατήφ. 97.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/