γρόσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρόσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γρόσα ἡ, Ἤπ. (Ἱωάνν. Κουκούλ.) Κρήτ. - Λεξ. Δημητρ. γκρόσσα Χίος - Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. grossa = δώδεκα δωδεκάδες μικρῶν ἐμπορευμάτων.
Σημασιολογία
Ποσότης δώδεκα δωδεκἁδων πραγμάτων Ἤπ. (Ἰωάνν. Κουκούλ.) Κρήτ. Χίος -Λεξ. Δημητρ.: Φέρε μου μιὰ γρόσα κουbιˬὰ Κρήτ. Τοὺν παράγγειλα νὰ μ᾽ φέρ᾽ μιˬὰ γρόσα βιλόνιˬα ἀποὺ τὰ μικρὰ Κουκούλ. Τρεῖς γκρόσες μαντἠλιˬα - σπίρτα Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA