γροσάρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γροσάρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γροσάρα ἡ, Κύπρ. Σύμ. - Α. Παπαδιαμάντ., Τὰ μετὰ θάνατ., 55 γρουσάρα Θάσ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γρόσι καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άρα.

Σημασιολογία

1) Νόμισμα ἀξίας ἑνὸς γροσίου Κύπρ. Σύμ. - Α. Παπαδιαμάντ., ἔνθ᾽ ἀν. : Ποίημ Μίαν γροσάρα τὰ πουλῶ | τοῦντα τραγούδιˬα ποὺ λαλῶ Κύπρ. 2) Νόμισμα χάλκινον, τὸ ὁποῖον ἔκοπτεν ἑκάστη ἐκκλησία τῆς Θάσου καὶ ἀντεπροσώπευε τὸν εἰς χεῖρας της χρυσὸν Θάσ. 3) Μετων., ὁ ἀνόητος Σύμ. : Ὁ ἀξάερφός σου εἶναι σ - σου μιˬὰ γροσάρα!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/