βλαττώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλαττώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βλαττώνω, μεσ. βλατ-τώνομαι Κάρπ. Κῶς.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. βλάττα.

Σημασιολογία

Προσβάλλομαι ὑπὸ βλάττας: Ποῦ νὰ βλαττωθῆς! (ἀρά). Ἡ μετοχ. βλατ-τωμένος= ἐκεῖνος ὅστις εἴθε νὰ πάθῃ βλάτταν 3 (περὶ τῆς σημ. ἰδ. Ν’Ανδριώτ. ἐν 'Αθηνᾷ 44 <1932> 193 κἑξ.) Συνών. βλατ-τοκομ-μένος, βλαττοφαγωμένος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/