γλιμμίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλιμμίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γλιμμίδι τό, Κρήτ. Χίος γλιμμίδιν Χίος ἐγλεμμίδιν Χίος

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἐκ, τοῦ ἀρχ. οὐσ. λέμμα (= τὸ ἀπολεπιζόμενον, τὸ ἐκλεπιζόμενον, ὁ φλοιὸς) καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ίδι. Βλ. καὶ Γ. Χατζιδ., ᾽Αθηνᾶ 29 (1917), 190.

Σημασιολογία

Λεπτὴ λωρὶς ἀκατεργάστου δέρματος διὰ τῆς ὁποίας ράπτονται τὰ δέρματα. Συνών. κορδέλι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/