γλιμμισιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλιμμισιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γλιμμισιˬὰ ἡ, Κρήτ. (Σφακ. κ.ἀ.) γλιμμισὰ Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀμαρτ. οὐσ. γλίμμιση καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ιˬά.
Σημασιολογία
1) Λεπτὴ λωρὶς ἡμικατεργασθέντος δέρματος, χρησιμεύουσα διὰ τὴν ραφὴν τῶν χωρικῶν ὑποδημάτων, τῶν τσαρουχίων Κρήτ. (Σφακ. κ.ἀ.) Νὰ βρῇ τρεῖς γλειμισιˬὲς ἀγριομερικὸ λουρὶ (ἀγριομερικὸ = ἐκ ζῴου διαιτωμένου εἰς ἄγρια μέρη). 2) Τὸ πεποικιλμένον ἄκρον δερματίνης λωρίδος Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA