ἄτεχνος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄτεχνος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄτεχνος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Οἰν. Σάντ.) ἄτιχνους βόρ. ἰδιώμ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄτεχνος.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἄνευ τέχνης κατεσκευασμένος, ἄκομψος σύνηθ.: Ἄτεχνος λόγος. Ἄτεχνο ἔπιπλο - ἐργόχειρο - κέντημα - σκέδιο. 2) Ὁ ἐν τῇ τέχνῃ του ἄπειρος, ἀνεπιτήδειος, ἀμαθὴς Ἤπ. - Λεξ. Περίδ. Δημητρ. Ἀντίθ. τεχνίτης. 3) Ὁ μὴ ἐκμαθὼν τέχνην τινά, ὁ ἄνευ ἐπιτηδεύματος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Οἰν. Σάντ.): Πῶς νὰ ζήσῃ ἄτεχνος ἄνθρωπος; σύνηθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/