βλαφτουριˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλαφτουριˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βλαφτουριˬάζω, μέσ. βλαφτουριˬάζομαι Α.Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. βλάφτω καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. –ουριˬάζω καθὼς καὶ πνίγω-πνιγουριˬάζω κττ. αὐτόθι.

Σημασιολογία

’Αδιαθετῶ αἰσθανομένη τάσιν πρὸς ἐμετὸν ἢ χάνουσα τὴν ὄρεξίν μου κττ., ἐπὶ ἐγκύου γυναικός: 'Ετσὰ μοῦ φαίνεσαι σὰ νὰ βλαφτουριˬάζεσαι. Συνών. βλάφτομαι (ἰδ. βλάφτω Β1).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/