ἀτζαμήδικος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτζαμήδικος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀτζαμῆς ἐπίθ. κοιν. ἀταμῆς Θρᾴκ. Ἴμβρ. Κύπρ. Πελοπν. (Βασαρ.) Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.) τμῆς Πόντ. ἀτσαμῆς Ὕδρ. ἀζαμῆς Νίσυρ. ἄταμους Μακεδ. Θηλ. ἀτζαμήδισσα κοιν. τμῆσσα Πόντ. ἄταμη Μακεδ. Οὐδ. ἄτζαμου Μακεδ. ἀτζαμήδικο κοιν. ἀτζαμήδ’κου βόρ. ἰδιωμ. ἀταμήδικου Μακεδ. (Καστορ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. acemi.
Σημασιολογία
Ἄπειρος, ἀδαής, ἀδέξιος ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀτζαμῆς μαραγκὸς - παπουτσῆς - χτίστης κττ. Ἀτζαμῆς ’ς τὴ δουλε͜ιά του - ᾿ς τὸ παιχνίδι - ᾿ς τὸ τάβλι κττ. Ἀτζαμίδικο παιδί. Ἀτζαμίδισσα γυναῖκα. || Παροιμ. Ἀτζαμῆς παππᾶς μακρὺ τὸ χερουβικὸ (ὁ πρωτόπειρος χρονοτριβεῖ) Λεξ. Δημητρ. Γνωμ. Ἀτζαμῆς κι ὁ παλαλὸν ἕναν εἶν᾽ (ὁ ἀδέξιος καὶ ὁ τρελλὸς εἶναι τὸ ἴδιον πρᾶγμα) Χαλδ. || ᾌσμ. Εἶμ’ ἀτζαμῆς ᾿ς τοὺ φίλημα, κινούργιˬους ᾽ς τὴν ἀγάπη Ἤπ. Μικρό ’μουν κιˬ ἀταμήδικου κ᾿ ἰκίνησα νὰ πάου Καστορ. Ἡ μούλα ἦταν ἄταμη κὶ πάτησιν ἰπάνου Μακεδ. Συνών. ἀδέξιˬος (Ι) 2, ἀποδέξιˬος. Πβ. ἀτζαμήδικος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA