ἀτζαμωσύνη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτζαμωσύνη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀτζαμωσύνη ἡ, σύνηθ. ἀτζαμουσύ’ βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀτζαμῆς.

Σημασιολογία

Ἀπειρία, ἀδεξιότης, ἀνεπιτηδειότης ἔνθ’ ἀν.: Ἡ ἀτζαμωσύνη τοῦ γιˬατροῦ - τοῦ δικηγόρου - τοῦ μαραγκοῦ κττ. Ἀπὸ την ἀτζαμωσύνη του ἔσπασε τὸ βάζο. Ἡ ἀτζαμωσύνη τὸν ἔκανε νὰ ζημιωθῇ πολλά. Μοῦ χάλασε τὴ δουλε͜ιὰ μὲ τοὶς ἀτζαμωσύνες του σύνηθ. Συνών. ἀμαντωσιά, ἀτζαμιλίκι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/