γλίνι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλίνι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γλίνι τό, Ἤπ. (’Ιωάνν.) Στερελλ. (Μεσολόγγ.)-Δελτ.Ὑδροβιολ. 1, 553. Π. Οἰκονομίδ., Κατάλ. ἰχθ. Ἑλλάδ., ᾿Ινστιτ. Ὡκεαν. Ἁλιευτ. ’Ερευν. 11 (1972), 459 γλί’ Ἤπ. (Κουκούλ.) Θεσσ. (Καρδίτσ.) Μακεδ. (Καστορ.) Στερελλ. (Εὐρυταν.) γλινὶ Ἤπ. (Κουκούλ.) Θεσσ. γκλινὶ Ἤπ. Θεσσ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γλίνα.
Σημασιολογία
Γλινάρι, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ’ ἀν.: Τώρα π’ θὰ πᾷς ’ς τὰ Γιˬάννινα, ἂν βρῇς τίπουτα γλίνιˬα φτ’νά, φέρι μ’ κὶ μένα κάμπουσα Ἤπ. (Κουκούλ.) Συνών. γλινάρι, γλιστρόψαρο, γριβάδι, καρλόψαρο, κυπρίνι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA