ἀτζουπᾶς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτζουπᾶς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀτζουπᾶς ὁ, Κρήτ. Κύπρ. - Λεξ. Ἐλευθερουδ. Δημητρ. ἀτσουπᾶς Κεφαλλ. Κρήτ. Κύπρ. - Λεξ. ΜἘγκυκλ. Δημητρ. ἀτζουμπᾶς Λεξ. Ἐλευθερουδ. ΜἘγκυκλ. Δημητρ. ἀτσουμπᾶς Αἴγιν. ἀτζιπᾶς Λεξ. Ἐλευθερουδ. ἀτσιπᾶς Λεξ. Δημητρ. ἀτζιμπᾶς Λεξ. ΜἘγκυκλ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀτζιπᾶς, παρ᾿ ὃ καὶ ἀτζουπᾶς (μαῦρος ἔφιππος στρατιώτης). Βλ. ESophocles Greek lexic. ἐν λ. ἀτζυπᾶς. Πβ. ΣΞανθουδ. ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 5 (1918/2Ο) 94 κἑξ.

Σημασιολογία

1) Κακοποιὸς δαίμων ἐμφανιζόμενος τὴν νύκτα ὡς ὄνος ἢ ἄλλο ζῷον ἢ ὡς πανύψηλος ἄνθρωπος Κρήτ. Συνών. ἀνασκελᾶς, καταχανᾶς. Ἡ σημ. καὶ ἐν Σολωμονικῇ 57α «ὁρκίζω πᾶν στοιχεῖον ὀνομαζόμενον ἀτζουπᾶδες καὶ βαριχνᾶν καὶ γιλλοῦδες». 2) Δαίμων, διάβολος, σατανᾶς Κύπρ. κ.ἀ. - Λεξ. Ἐλευθερουδ.: Τοῦτες ἔν’ δουλλε͜ιὲς τοὺς ἀτσουπᾶες τσαὶ τοὺς σατανᾶες (δουλε͜ιὲς τῶν ἀτζουπάδων καὶ τῶν σατανάδων) Κύπρ. Νὰ σὲ πάρουν οἱ ἀτσουπᾶες ταὶ νὰ σὲ κατακόψουν! (ἀρὰ) αὐτόθ. Ἐπῆραν το οἱ ἀτσουπᾶες αὐτόθ. Συνών. ἀναθεματισμένος, (ἰδ. ἀναθεματίζω), ἀναθεμάτος 1, διάβολος, πειρασμός. 3) Ἐπὶ ἀνθρώπου, ἄτακτος, ζωηρὸς Κύπρ. - Λεξ. Δημητρ.: Κάτσε ἥσυχα, βρὲ ἀτζουπᾶ! Κύπρ. Εἶντα ἀτζουπᾶς ἔν᾽ τοῦν’ τὸ παιίν! αὐτόθ. 4) Δύσμορφος, εἰδεχθής, ἰδίᾳ διὰ μελανότητα τοῦ προσώπου Κύπρ.: Εἶντα πέτ-τιν ἄδρωπον! ἔν᾽ τέλ-λεια ἀτσουπᾶς! (εἶντα πέτ-τιν = τί λογῆς) 5) Εἶδος ἀράχνης Αἴγιν. – Λεξ. Ἐλευθερουδ. ΜἘγκυκλ. Δημητρ. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀτσιπᾶς καὶ ὡς τοπων. Κάλυμν. Κάρπ. Κρήτ. Σκῦρ. Ἀτσουπᾶδες Κεφαλλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/