γρούδιˬος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρούδιˬος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γρούδιˬος ἐπίθ. ἐνιαχ. Οὐδ. γρούδιˬο Λευκ. Οὐδ. πληθ. ὡς οὐσ. γρούδιˬα, τὰ Ζάκ. Ἤπ. (Ζαγόρ. Ἰωάνν.) Κεφαλλ. Λευκ. Μακεδ. (Δεσκάτ.) Παξ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ᾽Ιταλ. crudo = ὠμός, ἄψητος, ἄβραστος.

Σημασιολογία

Ἐπὶ ὀσπρίων καὶ λαχάνων, ἀτελῶς βεβρασμένος, ἡμίβραστος, ὠμός, ἄψητος ἔνθ᾽ ἀν. : Φασούλιˬα γρούδιˬα Ἤπ. (Ἰωάνν.) Τὰ λάχανα εἶναι ἀκόμη γρούδιˬα Λευκ. Τὰ λαχανα ἅμα εἶναι μπαγιˬάτικα, ὅσο κιˬ ἂν τὰ βράσῃς, δὲ βράζουνε, μένουνε γρούδιˬα Κεφαλλ. Μὰ εἶναι γρούδιˬα τὰ φασούλιˬα, τί τά ᾽βγαλες ἀπ᾽ τὴ φωτιά; αὐτόθ. β) Τὸ μή βράζον καλῶς ὄσπριον, τὸ κακόβραστον ἤ δυσκολόβραστον Παξ.: Αὐτὰ τὰ κουκκιˬά, ποὺ πουλεῖ αὐτός, εἶναι γρούδιˬα καὶ χάνεις τὰ ξύλα σου ἄδικα. γ) Ὥς οὐσ., ὄσπρια, ἰδίως φασόλια καὶ κουκκιά, ὀλίγον βρασμένα, χωρὶς ἔλαιον, κρόμμυον καὶ τὰ σχετικὰ ἔνθ᾽ ἀν.: Ρῖξι κὶ λίγα γρούδιˬα ᾽ς τοὺ πιˬάτου, ὅλου ζ᾽μὶ θὰ τρώου ἰγώ; Μακεδ. (Δεσκάτ.) Συνών. βραστοκούκκιˬα, βρεχτάδιˬα, βρεχτάριˬα 2, γριά 10β, κουκκοτράγαλα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/