ἀτηγάνιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτηγάνιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀτηγάνιστος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀτηγά᾽στους Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀτ’γά᾿στους βόρ. ἰδιώμ. ἀτηγάνιγος ἐνιαχ. ἀτηγάνητος πολλαχ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. τηγανιστός, δι᾿ ὃ ἰδ. τηγανητός. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ τηγανισθείς, ἐπὶ ἐδεσμάτων κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἀτηγάνιστες πατάτες. Ἀτηγάνιστο κρέας - ψάρι κττ. κοιν. || Παροιμ. Ὁ σκύλλος τηγανητά, ὁ γάττος ἀτηγάνητα (ἐνν. ψάρια. Ἐπὶ τῶν εὐχερῶς συμβιβαζομένων μὲ τὰς περιστάσεις) Λεξ. Δημητρ. 2) Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ τηγανισθῇ, ἀκατάλληλος διὰ τηγάνισμα σύνηθ.: Τέτο͜ιο ἄπαχο κρέας εἶναι ἀτηγάνιστο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/