γλινότοπος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλινότοπος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γλινότοπος ὁ, Πελοπν. (᾽Ανδροῦσ. ᾽Ανώγ. Βερεστ. Γαργαλ. Καλάβρυτ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Λεπεν.) σγλινότουπους Θεσσ. (Μεγαλόβρ.) γλινοτόπι τό, Πελοπν. (Γαργαλ. Βερεστ.) - Δ. Λουκοπ. Γεωργ., Ρούμελ., 115 γλινουτόπ’ Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γλίνα καὶ τόπος.
Σημασιολογία
Τόπος, ἔδαφος ἀργιλλῶδες ἔνθ᾽ ἀν.: Εἶναι γλινότοπος τὸ χωράφι· ἅμα βρέξῃ, γίνεται λασπότοπος ’Ανώγ. Τὰ χωράφιˬα μας εἶναι γλινοτόπιˬα, βαριˬὰ χώματα Γαργαλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA