ἀτήρητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτήρητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀτήρητος ἐπιθ. Ἤπ. (Τζουμέρκ.) Πελοπν. (Καστρ.) ἀτέρετος Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀτήρητος.
Σημασιολογία
1) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν εἶδέ τις, ἀπαρατήρητος Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Συνών. ἀτήραχτος 1. β) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν δύναταί τις νὰ ἴδῃ, νὰ ἀτενίσῃ Ἤπ. (Τζουμέρκ.) Πελοπν. (Καστρ.): ᾌσμ. Τὸν ἥλιˬο τὸν ἀτήρητο πῶς νὰν τὸν κατεβάσω; Καστρ. Ποῦ ᾽ναι νεράιδα ἀτήρητη, βαρεˬὰ ξαγορασμένη Τζουμέρκ. Συνών. ἀτήραχτος 1 β. 2) Ὁ ἄνευ ἐπιβλέψεως, ἀπεριποίητος Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἐφῆκεν ἀτέρετα τὰ παιδία ᾽τ ᾽ς Τραπ. Ὁ κακᾶς δύο ἡμέρας ἐπέμ’νεν ἀτέρετος (κακᾶς = ἀσθενὴς) Χαλδ. κ.ἀ. Συνών. ἀτήραχτος 4.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA