ἀπαπούτσωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπαπούτσωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπαπούτσωτος ἐπίθ. σύνηθ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *παπουτσωτὸς<παπουτσώνω.

Σημασιολογία

Ἀνυπόδητος: Ἔχει τὰ παιδιˬά του ἀπαπούτσωτα. Συνών. ξυπόλυτος, ἀντίθ. παπουτσωμένος (ἰδ. παπουτσώνω).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/