ἀπαράβατος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπαράβατος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπαράβατος ἐπίθ. λόγ κοιν.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀπαράβατος.
Σημασιολογία
Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν δύναταί τις νὰ παραβῇ, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ παραβαθῇ ἢ ὁ μὴ παραβαινόμενος: Νόμος ἀπαράβατος. Ἀπαράβατη συμφωνία.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA