ἀπαράδοτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπαράδοτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπαράδοτος ἐπίθ. Πελοπν. (Λακων.) κ.ἀ. –ΚΠαλαμ. Βωμ. 147 –Λεξ. Μ.᾽Εγκυκλ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. ἀπαράδιτος Καππ. (Σινασσ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. παραδοτός.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ παραδοθείς, ἰδίᾳ εἰς παραλήπτην Λεξ. Μ.᾿Εγκυκλ. ’Ελευθερουδ. Πρω. Δημητρ.: ’Εμπορεύματα ἀπαράδοτα. 2) Ὁ μὴ παραδιδόμενος, ὁ μὴ ἁλωτός, ἰσχυρὸς Καππ. (Σινασσ.) Πελοπν. (Λακων.) –ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν.: Σίδερον καρφωμένο καὶ ἀπαράδιτον Σινασσ || ᾎσμ. Ἄπιστε, πῶς ἐπείστηκες, κιˬ ἄγριε, πῶς ἠμερώθης; καὶ κάστρο ἀπαράδοτο καὶ πῶς ἐπαραδόθης; (μοιρολ.) Λακων. || Ποίημ. Μιˬὰ φούχτα παλληκάριˬα... σὲ μιˬὰ ἀγκωνὴ μὲ τὰ σπαθιˬά, μὲ τὰ κοντάριˬα ὁλόρθοι, ὁλόρθοι καὶ ἀπαράδοτοι κιˬ ἀνέλπιδοι κρατήσαν τὸν ἱερὸν Ἀγῶνα ὀρθὸ... ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. 3) Ὁ μὴ διδαχθείς, ἀδίδακτος Λεξ. Δημητρ.: Μάθημα ἀπαράδοτο. Συνών. ἀδίδαχτος. 4) Ὁ μὴ βλασφημηθείς, ἐπὶ ἱερῶν προσώπων ἢ πραγμάτων (δηλ. ὁ μὴ παραδοθεὶς εἰς τὰς ἀράς, εἰς τὸν διάβολον κττ.) Λεξ. Δημητρ.: Δὲν ἄφησε ἅγιˬο ἀπαράδοτο. Συνών. ἀβλαστήμητος 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/