ἀπαράζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπαράζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπαράζω ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2, 99.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ἀράζω. Πβ. καὶ ἀρχ. ἀπαράσσω.
Σημασιολογία
Πορευόμενος καταλήγω που, σταματῶ: Ποίημ. Διάβαινε κάμπους καὶ βουνὰ κ᾿ ἐκεῖ σὰν ἀπαράξῃς, ’ς τὴν Κιˬάφα ἀπάνου ν' ἀνεβῇς, τρανὴ λαλιˬὰ νὰ σύρῃς. Πβ. ἀράζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA