ἀπαραίτητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπαραίτητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπαραίτητος ἐπίθ. λόγ. κοιν. ἀπαραίτητε Τσακων. ἀπαραίντιγος Πόντ. (Τραπ.)

Χρονολόγηση

Μεταγενέστερο

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀπαραίτητος. Ὁ τύπ. ἀπαραίντιγος παρὰ τὸ παραιντίζω, δι᾿ ὃ ἰδ. παραιτῶ.

Σημασιολογία

1) Παθ. ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν δύναταί τις νὰ παραιτηθῇ, ν᾿ ἀποφύγῃ, ἄφευκτος, ἀναγκαῖος λόγ. κοιν. καὶ Τσακων.: Ἔγινε κιˬ αὐτὸς ἀπαραίτητος. Πρᾶμα ἀπαραίτητο. Εἶναι ἀπαραίτητο νὰ τὸν δῇς σήμερα κοιν. Εἶναι ἀπαραίτητο νὰ τοῦ τὸ εἰπῇς Ἀρκαδ. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Πβ. Λουκιαν. Μισθ. συνόντ. 22 «ἀπαραίτητοι καὶ συνεχεῖς οἱ πόνοι». Συνών. ἀναγκαῖος Α1, χρειαζούμενος (ἰδ. χρειάζομαι). β) Οὐδ. πληθ. ἀπαραίτητα οὐσ., τὰ πρὸς τὸν βίον ἀναγκαῖα σύνηθ.: Ἔχει τοὐλάχιστο τ᾿ ἀπαραίτητα γιˬὰ νὰ ζῇ. 2) Ἐνεργ. ὁ μὴ παραιτούμενος ἀπό τινος, ὁ μὴ καταλείπων τι, ὁ μὴ ἀποσυρόμενος ἀπὸ ἔργου τινὸς Πόντ. (Τραπ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/