ἀπαράλλαχτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπαράλλαχτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπαράλλαχτος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν.) ἀπαράλλαχτους Λυκ. (Λιβύσσ.) Σάμ. ἀπαράλdαχτος Ρόδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεταγν. ἐπιθ. ἀπαράλλακτος.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ παρηλλαγμένος, ὁ μὴ διάφορος, ὅμοιος καθ’ ὅλα ἔνθ’ ἀν.: Ἀπαράλλαχτος ὁ πατέρας του-ὁ ἀδερφός του (ἐπὶ σωματικῆς ὁμοιότητος). Ἴδιˬος κιˬ ἀπαράλλαχτος. Τὸ ρολόι σου εἶναι ἀπαράλλαχτο μὲ τὸ δικό μου. Ἦταν ἀπαράλλαχτη ἡ ὑπογραφή του κοιν. Ἀπαράλdαχτος ὁ ’φ-φέντης εἶναι Ρόδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/