ἀπαράμο͜͜ιαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπαράμο͜͜ιαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπαράμο͜͜ιαστος ἐπίθ. ἀπαρομοίαστος Λεξ. Μ.Ἐγκυκλ. Δημητρ. ἀπαρόμοιαστος ΜΜαλακάσ. Ἀσφοδ. 158 –Λεξ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. ἀπαράμο͜ιαστος ΑΜελαχριν. ἐν Ἀνθολ. Η Ἀποστολίδ. 246.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *παρομοι͜αστὸς<παραμοι͜άζω, παρ’ ὃ καὶ παρομο͜ιάζω.

Σημασιολογία

Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν δύναταί τις νὰ παρομοιάσῃ πρὸς ἄλλον, ἀσύγκριτος, ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων: Ποιήμ. Ψηλότερα ’ς τὸν ἕβδομο κἀνένας δὲ θ’ ἀνέβῃ παρὰ ὅπο͜ιος ἀπαρόμο͜ιαστος, χάρισμα θεϊκὸ ΜΜαλακάσ. ἔνθ’ ἀν. Μὰ ἡ τέχνη του, ἀπαράμο͜ιαστη, ἔφτανε ὅ,τι εἶχε ὁ νοῦς του σὰν τὴ σαγίττα τὴ σειστή, τὸ ἀλάθευτο σημάδι ΑΜελαχριν. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀπαράβαλτος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/